- σακοδερμηστής
- σακοδερμηστής, οῦ, ὁ,A eating through leather shields, of a worm, prob. in S.Fr.635.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σακοδερμηστής — eating through leather shields masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακοδερμηστής — και σακοδερμίτης και, κατά τον Ησύχ., σακοδερμιστής, ὁ, Α (ποιητ. τ.) πιθ. (για σκώληκα) αυτός που κατατρώγει το δέρμα τών ασπίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκος (ΙΙ) «είδος ασπίδας» + δερμηστής / δερμιστής «έντομο που τρώει το δέρμα»] … Dictionary of Greek